κατακρίσιμος

κατακρίσιμος
κατα-κρίσιμος [pron. full] [κρῐ], ον,
A condemned:

κατακρίσιμοι

convicts,

Peripl.M.Rubr.59

.
II of a case, ready to be judged, Sammelb. 5230.18 (i A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατακρίσιμος — η, ο (Α κατακρίσιμος, ον) [κατακρίνω] νεοελλ. ο αξιοκατάκριτος, ο αξιόμεμπτος («κατακρίσιμη ενέργεια») αρχ. ο καταδικασμένος …   Dictionary of Greek

  • κατακρισίμων — κατακρίσιμος condemned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”